κρύβουν

κρύβουν
криjат

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βασιλόπιτα — Έτσι ονομάζεται η πίτα του Αγίου Βασιλείου που την παρασκευάζουν, σύμφωνα με το έθιμο, στο πλαίσιο του εορτασμού του νέου έτους. Συνήθως, στη β. κρύβουν ένα νόμισμα που συμβολίζει την τύχη που θα έχει τον νέο χρόνο εκείνος που θα το βρει στη δική …   Dictionary of Greek

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • καλοκαίρι — Mία από τις τέσσερις εποχές του έτους. Στο βόρειο ημισφαίριο το κ. αρχίζει με το θερινό ηλιοστάσιο (21 ή 22 Ιουνίου) και τελειώνει με τη φθινοπωρινή ισημερία (23 Σεπτεμβρίου)· στο νότιο ημισφαίριο αρχίζει στις 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 21… …   Dictionary of Greek

  • κουίντα — η καθένα από τα επάλληλα πλάγια πλαίσια τής σκηνής τού θεάτρου που κρύβουν από τους θεατές τη θέα προς τα παρασκήνια …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • παρασκήνιο — το / παρασκήνιον, ΝΑ θεατρ. ο δίπλα από τη σκηνή τού θεάτρου χώρος νεοελλ. 1. καθένα από τα ορθογώνια πλαίσια πάνω στα οποία εκτείνονται τα σκηνογραφήματα, δεξιά και αριστερά τής σκηνής και τα οποία κρύβουν από τους θεατές το εσωτερικό της, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • πούλουδο — το, Ν άνθος, λουλούδι («λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τύπος τής λ. λούλουδο. Πιθ. όμως να προέρχεται και από συμφυρμό τών λ. πούπουλο + λούλουδο] …   Dictionary of Greek

  • τελώνιο — Κατά τις δοξασίες των ανατολικών λαών, τα τ. είναι δαιμονικά όντα, προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη και όχι πάντα βλαβερά για τον άνθρωπο. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν νύχτα στα σπίτια, παίρνουν αυτούς που… …   Dictionary of Greek

  • φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”